*Άρθρο του ευρωβουλευτή στην Εποχή
Η υγειονομική κρίση ανέδειξε την ανεπάρκεια του κοινωνικού κράτους. Ρόλος είναι κι αυτός, αλλά όχι από εκείνους που θα διεκδικούσε με ενθουσιασμό ένας ζεν πρεμιέ. Ας θυμηθούμε καταρχάς τα γεγονότα.
Η περίφημη «γαλλογερμανική πρόταση» για Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης διαμορφώθηκε μετά από ισχυρές πιέσεις (τροπολογίες και προτάσεις) προοδευτικών ομάδων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου: της Αριστεράς, των Σοσιαλιστών και των Πρασίνων. Αν θυμάστε, η γαλάζια «Ομάδα Αλήθειας» είχε προσπαθήσει τότε να δημιουργήσει εσκεμμένη σύγχυση για τη στάση των ευρωβουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία, σε σχέση με την πρόταση της κυρίας Φον ντερ Λάιεν για το συγκεκριμένο ταμείο.
Το οποίο, εν προκειμένω, είναι ένα μελλοντικό σχήμα αρωγής, από όπου θα εκταμιευτούν πόροι, το νωρίτερο κατά το πρώτο εξάμηνο του 2021 και τμηματικά μέσα στην επόμενη πενταετία. Και βέβαια, που αφορά την ενίσχυση της πληγείσας Οικονομίας γενικότερα. Όχι μόνον του τομέα της Υγείας.
Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, μέχρι την έλευση του Covid-19, επέβαλε, με μονοδιάσταση βαρύτητα, τον περιορισμό των κρατικών δαπανών ως δικαιολογία για την οικονομική ανάκαμψη, και καταδίκασε σε μαρασμό δημόσιες υποδομές, ειδικά στην Παιδεία και την Υγεία. Βλέπετε, η λειτουργία αυτών των δύο δεν αντικατοπτρίζεται σε άμεσο και μετρήσιμο οικονομικό όφελος, δεν μπορεί να λειτουργήσει ως βιτρίνα συμμόρφωσης στα προαπαιτούμενα, δεν εξασφαλίζει την εύνοια των δανειστών.
Και έπειτα, ήρθε η πανδημία, για να ακούσουμε από τον πρωθυπουργό ότι «οι άνθρωποι είναι πάνω από τους αριθμούς». Αυτός ο αδιάντροπος ορισμός της οξυμωρίας, σε αντιδιαστολή με το αποσυναρμολογημένο Σύστημα Υγείας, που ξεκίνησε τη «μεταρρύθμισή» του επί της τωρινής κυβέρνησης –σας θυμίζω– με το να μην είναι πια, καν προσβάσιμο σε όλους.
Τι να πρωτομνημονεύσει κανείς; Τη διοχέτευση «πελατών» στα ιδιωτικά κέντρα υγείας για τα τεστ ανίχνευσης; Ή τις ενοικιαζόμενες ΜΕΘ; Την επιλεκτική εφαρμογή της προστασίας μέσα από τους περιορισμούς και το social distancing; Ή τις παλινωδίες του υπουργείου Υγείας; Την ανεπάρκεια ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού (αν εξαιρέσει κανείς τον περιοδεύοντα πρωθυπουργό σε ρόλο Μωυσή που «θα κατατρόπωνε την πανδημία»); Την κωμικοτραγική επιλογή των προσώπων που ορίστηκαν διοικητές νοσοκομείων; Ή την απουσία έστω στοιχειώδους σχεδιασμού για μόνιμες προσλήψεις στο Δημόσιο Σύστημα Υγείας; Τη μη ενσωμάτωση των Δημόσιων Δομών Πρωτοβάθμιας Φροντίδας (ΠΦΥ) στο συνολικό σχεδιασμό του υπουργείου για την αντιμετώπιση της πανδημίας; Ή την προχειρότητα στο άνοιγμα της θερινής τουριστικής περιόδου 2020, το συνωστισμό στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς (ακόμα περιμένουμε την κάθοδο των ΚΤΕΛ…) και τα 20 εκατομμύρια στους «ημετέρους» για μια επικοινωνιακή καμπάνια που θα έπρεπε να είναι κοινωνική προσφορά των ΜΜΕ, όπως έχει συμβεί στο παρελθόν, για περιπτώσεις πολύ μικρότερης σπουδαιότητας;
Για να απαντήσουμε στο ερώτημα που τίθεται στην αρχή του κειμένου, πρέπει να διαχωρίσουμε σε δύο σκέλη την απάντηση. Το πρώτο σκέλος είναι «πού θα αναζητήσουμε τους πόρους». Και το δεύτερο είναι «πώς θα τους αξιοποιήσουμε».
Πολύ αμφιβάλλω αν οι επιδόσεις της κυβέρνησης θα ήταν υψηλότερες ακόμα και αν όλα τα χρήματα από το Ταμείο Ανάκαμψης –και τα 73 «αισιόδοξα» δισεκατομμύρια– κατευθύνονταν προς τη Δημόσια Υγεία. Από όλα όσα έχουν συμβεί ως τώρα, είμαι βέβαιος ότι «κάπου θα χάνονταν στο δρόμο».
Ναι, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει πολλαπλά αφετηριακά σημεία χρηματοδότησης της Δημόσιας Υγείας για τα κράτη μέλη της. Χρηματοδοτήσεις σε περιφερειακό επίπεδο, στην κατεύθυνση ανάπτυξης καινοτόμων συστημάτων όπως η ηλεκτρονική υγεία, το πρόγραμμα «Ορίζοντας 2020», τις επιχορηγήσεις του RRF (Recovery and Resilience Facility) και βέβαια το Ταμείο Ανάκαμψης.
Όμως η κοινωνική πολιτική στην υγειονομική μέριμνα δεν ασκείται με πακτωλούς χρημάτων. Ασκείται με κεντρική στρατηγική και ειλικρινή πρόθεση αναβάθμισης του πυλώνα που ονομάζεται δημόσια Υγεία.
Αρκεί να δει κανείς την κοστολόγηση του τεστ για τον κορονοϊό. Στις Βρυξέλλες, μια πόλη με 38% μεσοσταθμικά υψηλότερο κόστος ζωής σε σχέση με την Ελλάδα, το τεστ σε ιδιωτικό εργαστήριο κοστίζει 40 ευρώ. Στην Ελλάδα, από 70 έως και 250…
Η κυβέρνηση δεν έχει καν φροντίσει για τη διατίμηση του σημαντικότερου εργαστηριακού ελέγχου με στόχο την προστασία της δημόσιας Υγείας!
Δείτε λίγο κι αυτό: Από το 2014 μέχρι το 2019, εν μέσω βαθιάς κρίσης, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ έκανε 23.639 εισαγωγές προσωπικού στη δημόσια Υγεία με παρατάσεις συμβάσεων, νέες συμβάσεις, προσλήψεις μόνιμου και επικουρικού ανθρώπινου δυναμικού, προκηρύξεις… Επρόκειτο για τη μεγαλύτερη «ένεση» προσωπικού στο σύστημα από τη δεκαετία του 1980 και ένα επίτευγμα για το οποίο θα είμαστε πάντα περήφανοι.
Σήμερα, εκεί που χρειάζονται ενέσεις, οροί και μηχανική υποστήριξη ζωής, η κυβέρνηση μοιράζει γραμμάτια και ασπιρίνες.