Η κυκλοφορία της παράνομα ηχογραφημένης συνομιλίας μεταξύ του πρώην Υπουργού Ν. Παππά και του ισραηλινού επιχειρηματία Σ. Μιωνή, ακολουθούμενη από τις κραυγές του ισχυρού Υπουργού της Κυβέρνησης Α. Γεωργιάδη, ότι η εισαγγελέας που ασχολείται με ποινικές ευθύνες πολιτικών προσώπων για το σκάνδαλο Novartis «πρέπει να μπει στη φυλακή», οδήγησε σε αντιπολιτευτικούς τίτλους ότι ξαναζούμε το «βρώμικο ‘89».
Η πραγματικότητα όμως ξεπερνά κατά πολύ τους τίτλους. Στην περίπτωση του σκανδάλου Κοσκωτά η Ελληνική Δημοκρατία εμπιστεύθηκε τη Δικαιοσύνη και στηρίχθηκε σε αυτήν για να διερευνήσει ένα σκάνδαλο πολιτικής διαφθοράς. Σήμερα, τόσο η κυβέρνηση, όσο και η αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή για την εξέταση ενός πρώην Υπουργού του ΣΥΡΙΖΑ, επιχειρούν να υπονομεύσουν τη Δικαιοσύνη στο έργο της και να την πλήξουν με ένα τρόπο πρωτοφανή στη νεότερη ελληνική και ευρωπαϊκή ιστορία. Ελάχιστα χρειάζεται να θυμίσουμε ότι ουσιαστικά το κέντρο βάρος της κατηγορίας κατά του πρώην αναπληρωτή Υπουργού Δικαιοσύνης Δ. Παπαγγελόπουλου είναι ότι δήθεν εξύφανε μια σκευωρία, ενώ κανένα σκάνδαλο Novartis δεν υπήρχε. Έκτοτε, λειτουργοί που συμβάλλουν ασκώντας τα καθήκοντά τους στην προσπάθεια να διερευνήσουν το σκάνδαλο απειλούνται ή διαπομπεύονται. Αν θα επιχειρούσαμε στη χώρα μας να βρούμε ανάλογο παράδειγμα απόπειρας χειραγώγησης της Δικαιοσύνης θα φθάναμε στη δικτατορία και πιο παλιά στην υπόθεση Λαμπράκη.
Ας θυμίσουμε τι συμβαίνει σήμερα, τουλάχιστον τα κυριότερα.
Κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ επιχειρήθηκε ο ποινικός έλεγχος του σκανδάλου Novartis, με δυο λόγια ενός σκανδάλου που οδήγησε τη χώρα μας πριν εισαχθεί στους μνημονιακούς ελέγχους να είναι πρώτη στην Ευρώπη και τρίτη στον κόσμο σε φαρμακευτικές δαπάνες. Στη συνέχεια, όταν τα μνημόνια οδήγησαν σε περιορισμούς των τιμών των φαρμάκων, εμφανίστηκε ένα «κόλπο»: Φάρμακα συγκεκριμένης εταιρείας χαρακτηρίζονταν ως καινοτόμα, ώστε να ξεφεύγουν από τον έλεγχο τιμών. Αυτό είναι το σκάνδαλο με τη Novartis, τα αντικειμενικά δεδομένα του οποίου προκύπτουν από επίσημα στοιχεία και αριθμούς.
Όπως είναι γνωστό, η προσπάθεια ελέγχου του παραπάνω σκανδάλου προσέκρουσε σε ονόματα πολιτικών.
Από τότε ισχυροί πολιτικοί παράγοντες, με τη στήριξη κάποιων μεγάλων ΜΜΕ, άρχισαν να αναφέρονται σε σκευωρία. Η προσπάθεια αντιπερισπασμού επικεντρώθηκε ακριβώς στην επιχείρηση ποινικού ελέγχου του πρώην αναπληρωτή Υπουργού Δικαιοσύνης και συνοδεύεται με μια γενικευμένη προσπάθεια εξουδετέρωσης λειτουργών της δικαιοσύνης που ασκούν τα δικαιοδοτικά τους καθήκοντα.
Συγκεκριμένα:
Κορυφαίοι Υπουργοί διώκουν δικαστικούς λειτουργούς που τους ελέγχουν ή τους ήλεγξαν για υποθέσεις διαφθοράς. Υπουργός εμφανίζεται σε τηλεοπτικούς σταθμούς να απειλεί την εισαγγελέα διαφθοράς ότι θα πάει φυλακή. Η κοινοβουλευτική προανακριτική επιτροπή παρανομεί κατ’ επανάληψη: Επιχειρεί να αποκαλύψει την ταυτότητα των ανώνυμων μαρτύρων και στη συνέχεια, όταν η προσπάθειά της προσκρούει στη νομιμότητα, τότε παραβιάζοντας κάθε συνταγματικό και νομοθετικό κανόνα καλεί να εξετάσει απλούς πολίτες ως υπόπτους. Διαπιστώνοντας, με βάση τη γνώμη του Επιστημονικού Συμβουλίου της Βουλής, ότι το Κοινοβούλιο δεν μπορεί να εξετάζει πολίτες ως υπόπτους, και επομένως ότι η προκαταβολική υπόσκαψη της αξιοπιστίας τους δεν είναι δυνατή, η Επιτροπή μετανιώνει και αρνείται να τους εξετάσει. Τότε ξαφνικά οι γνώσεις των μαρτύρων (δηλαδή η αλήθεια) παύουν να την ενδιαφέρουν. Μέλη εξ άλλου της ίδιας κοινοβουλευτικής επιτροπής εμφανίζονται να επικαλούνται περιστατικά που μόνο με παράνομες ηχογραφήσεις μπορεί να έχουν προκύψει.
Η εικόνα είναι ζοφερή. Η Δημοκρατία σήμερα στηρίζεται στη Δικαιοσύνη για να σωθεί.