Κοινοποίηση

Οι σχέσεις μεταξύ Λιβύης, Ιταλίας και ΕΕ

Η Λιβύη υπήρξε προορισμός για μεγάλες διαδρομές μετανάστευσης από την υποσαχάρια Αφρική από τα μέσα της δεκαετίας του 1990. Η χώρα προσέφερε καλύτερες προοπτικές εργασίας σε σύγκριση με τις χώρες προέλευσης των μετανστών, χάρη και στα αναπτυξιακά σχέδια που προωθήθηκαν από την κυβέρνηση του Καντάφι.

Η έναρξη ισχύος της Σύμβασης του Δουβλίνου (C 254 της 19.8.1997) αλλάζει την ισορροπία στη Μεσόγειο, με ιδιαίτερη αναφορά στο επικριθέν άρθρο 3, παράγραφος 1, το οποίο ορίζει την υποχρέωση για το λεγόμενο κράτος «πρώτης άφιξης» να εξετάζει τις αιτήσεις ασύλου όλων των αλλοδαπών που φθάνουν στην εθνική επικράτεια. Αυτό σημαίνει ότι η Λιβύη και οι χώρες της ΕΕ που συνορεύουν με τη Μεσόγειο κλήθηκαν να διχειριστούν μόνες τους έναν μεγάλο αριθμό εισόδων.

Αυτή η νέα ρύθμιση εγκαινιάζει μια εποχή συμφωνιών μεταξύ Ιταλίας και Λιβύης με στόχο την καταπολέμηση της παράνομης μετανάστευσης. Η Ιταλία εκχώρησε de facto τον έλεγχο των συνόρων στην κυβέρνηση της Λιβύης, χρηματοδοτώντας στρατόπεδα φυλάκισης και εκπαιδεύοντας τις αρχές ελέγχου των συνόρων. Η Ευρωπαϊκή Ένωση επέκρινε επανειλημμένα τις συμφωνίες που είχαν συναφθεί ως εμπάργκο κατά της κυβέρνησης Καντάφι (2004). Η συνεργασία μεταξύ Ιταλίας και Λιβύης, ωστόσο, επεκτάθηκε μέχρι την υπογραφή της “Συνθήκης Φιλίας”, μιας συμφωνίας αξίας σχεδόν 5 δισεκατομμυρίων δολαρίων με την οποία η Ιταλία χρηματοδότησε υποδομές και εκτεταμένα οικονομικά προγράμματα στη Λιβύη με αντάλλαγμα την ενίσχυση των νότιων συνόρων της χώρας «για την πρόληψη του φαινομένου της παράνομης μετανάστευσης στις χώρες προέλευσης των μεταναστευτικών ροών» (άρθρο 19). Η συμφωνία νομιμοποίησε την επανεισδοχή μεταναστών που απελάθηκαν από την Ιταλία και τις καταπιεστικές πολιτικές στη Λιβύη με την κράτηση μεταναστών σε στρατόπεδα φυλακών.

 

Ο πρώτος εμφύλιος πόλεμος στη Λιβύη

Με το ξέσπασμα του λεγόμενου «πρώτου εμφύλιου πόλεμου» στη Λιβύη και με την δολοφονία του Καντάφι, οι παράκτιες αρχές της Λιβύης έπαψαν να πραγματοποιούν επιχειρήσεις διάσωσης.

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων δημοσίευσε την περίφημη απόφαση για την υπόθεση Hirsi Jamaa [23 Φεβρουαρίου 2012], με την οποία καταδίκασε την Ιταλία για παραβίαση της απαγόρευσης της μη επαναπροώθησης (η αρχή του non-refoulement), όπως προβλέπεται στο άρθρο 3 ΕΣΔΑ. Όπως αναφέρεται στο κείμενο, στην πραγματικότητα, «οι ιταλικές αρχές γνώριζαν ή έπρεπε να γνωρίζουν ότι […] οι παράτυποι μετανάστες θα είχαν εκτεθεί [στη Λιβύη] σε κίνδυνους αντίθετους με τη Σύμβαση και δεν θα μπορούσαν να έχουν πρόσβαση σε οποιαδήποτε μορφή προστασίας στη χώρα αυτή».

Η Ιταλία και η Ευρωπαϊκή Ένωση, παρ ‘όλα αυτά, ξεκίνησαν νέες πολιτικές με στόχο τον ελέγχου των συνόρων, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζει η EUBAM Lybia. Αυτές οι πρώτες αποστολές απέτυχαν λόγω της έλλειψης μιας κεντρικής κυβέρνησης στη Λιβύη που θα μπορούσε να συντονίσει τις συνοριακές αρχές. Οι νέες συνθήκες στη Λιβύη οδήγησαν την ΕΕ να πειραματιστεί με νέες λύσεις για την άσκηση της εξωτερικής της δράσης.

 

Οι πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη διαχείριση προσφύγων 2011 – 2020

Από τη διετή περίοδο 2011/2012, η ​​ΕΕ εγκαινιάζει μια νέα γραμμή μεταναστευτικής πολιτικής που βασίζεται σε δύο τύπους παρεμβάσεων:

1 – Η πρώτη πολιτική της ΕΕ που στοχεύει στη στήριξη των χωρών προέλευσης των μεταναστών της αφρικανικής διαδρομής, μέσω της δημιουργίας πόρων και της χορήγησης αναπτυξιακής βοήθειας.

2 – Η δεύτερη πολιτική της ΕΕ που στοχεύει στη μείωση του αριθμού των αναχωρήσεων μέσω του ελέγχου των εξωτερικών συνόρων. Πρόκειται για μια σκληρή αντιμεταναστευτική πολιτική που υλοποιείται κατά παρέκκλιση από τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το διεθνές δίκαιο. ως αποτέλεσμα είχε τον θάνατο χιλιάδων ανθρώπων στη Μεσόγειο.

 

Στρατιωτικές επιχειρήσεις και αποστολές διάσωσης

Mare nostrum: Έλαβε χώρα από τις 18 Οκτωβρίου 2013 έως τις 31 Οκτωβρίου 2014. Ήταν αποστολή διάσωσης μεταναστών που προσπαθούσαν να διασχίσουν τη Σικελική Μάγχη από τις ακτές της Λιβύης και να περάσουν στην ιταλική και μαλτέζικη επικράτεια. Υλοποιήθηκε από το ιταλικό ναυτικό και την ιταλική Πολεμική Αεροπορία. Η αποστολή είχε ως στόχο να ενισχύσει την παρουσία της Ιταλίας στις παρακείμενες περιοχές SAR (Search and Rescue) Ιταλίας, Μάλτας και Λιβύης, για να αναχαιτίσει τα πλοία που έφυγαν από τη Λιβύη και να συλλάβει τους διακινητές. Η αποστολή κατηγορήθηκε ότι αύξησε τον αριθμό των αναχωρήσεων (ο λεγόμενος παράγοντας έλξης (pull factor), ένας παράγοντας η ύπαρξη του οποίου αργότερα διαψεύσθηκε από τα γεγονότα. Το ασφαλές δεδομένο, αντιθέτως,  ήταν η αύξηση των θανάτων στη Μεσόγειο (death factor\παράγοντας θανάτου). Η επιχείρηση εγκαταλείφθηκε για πολιτικούς και οικονομικούς λόγους.

Triton της Frontex: Ξεκίνησε την 1η Νοεμβρίου 2014, αντικαθιστώντας την αποστολή  Mare Νostrum. Διενεργήθηκε από την Frontex με στόχο τον έλεγχο των συνόρων στη Μεσόγειο. Περιλάμβανε εθελοντικές συνεισφορές από 15 από τα 28 κράτη μέλη της ΕΕ. Τα αποτελέσματα της αποστολής ήταν σχεδόν αμελητέα, λαμβάνοντας επίσης υπόψη τα περιορισμένα μέσα και τη δράση που περιορίστηκε στις ευρωπαϊκές ακτές.

Sophia (EUNAVFOR MED):  Ξεκίνησε τον Ιούνιο του 2015 με στόχο τους διακινητές προσφυγών και την καταστροφή και βύθιση των πλοίων στα οποία μεταφέρονταν οι μετανάστες. Αντικαταστάθηκε από τη επιχείρηση IRINI που ξεκίνησε από το Συμβούλιο της ΕΕ στις 31 Μαρτίου 2020.

Η επιχείρηση Themis ξεκίνησε την 1η Φεβρουαρίου 2018 και αντικατέστησε την Επιχείρηση Triton για τον έλεγχο των μεταναστευτικών ροών στις διαδρομές μεταξύ Τουρκίας, Ελλάδας και Αλβανίας, και δυτικά μεταξύ Τυνησίας και Αλγερίας.

Με αφορμή αυτήν την πρώτη δέσμη μεταρρυθμίσεων, το Συμβούλιο της Ευρώπης, με το ψήφισμα 1872 (2012), είχε ήδη επικρίνει τη συμπεριφορά των κρατικών αρχών, που για μεγάλο διάστημα δεν φρόντισαν για την έρευνα και τη διάσωση στις περιοχές SAR, ιδίως στην περίπτωση που τα αρμόδια κράτη δεν μπορούσαν ή δεν ήθελαν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις αναζήτησης και διάσωσης, όπως στην περίπτωση της Λιβύης, καλώντας τα άμεσα εμπλεκόμενα κράτη, όπως η Ιταλία και η Μάλτα, να ενισχύσουν την παρουσία τους στην περιοχή.

Οι αναλυτές επισημαίνουν ότι αυτές οι πολιτικές επιλογές της Ένωσης δεν υποκινούνταν από λανθασμένη ερμηνεία των γεγονότων, αλλά από τη σαφή επιθυμία να δημιουργηθεί ένα ανοιχτά εχθρικό σύστημα προς τους μετανάστες που είχε, ως πρωταρχικό αποτέλεσμα, την επιβράδυνση των αναχωρήσεων χάρη στην αποτρεπτική τους επίδραση.

 

Η τρέχουσα διαχείριση της κρίσης στη Λιβύη

Το δεύτερο «πακέτο» πολιτικών εγκαινιάστηκε το 2015 και συμπίπτει με την αύξηση της έντασης της εσωτερικής κατάστασης στη Λιβύη, η οποία επιδεινώθηκε περαιτέρω μετά το τέλος του καθεστώτος του Καντάφι. Το 2014 ξέσπασε ο δεύτερος εμφύλιος πόλεμος στη Λιβύη μεταξύ των πιστών δυνάμεων του Τομπρούκ, που ελέγχονται από τον στρατηγό Khalifa Haftar και την κυβέρνηση της Εθνικής Ενότητας (GNA) της Τρίπολης. Η χώρα, χωρισμένη σε δύο, δεν μπορούσε πλέον να προσφέρει κανένα είδος στήριξης στα κοινοτικά θεσμικά όργανα για τη διαχείριση των μεταναστευτικών ροών. Με την αύξηση των θανάτων στη θάλασσα και την αποδεδειγμένη αναποτελεσματικότητα του παράγοντα της αποτροπής, τα κοινοτικά θεσμικά όργανα αποφάσισαν να συνεργαστούν με τις αρχές της Λιβύης που βρίσκονται στα χερσαία σύνορα.  Ενίσχυσαν, συνεπώς, τη συνεργασία τους στον έλεγχο των εξωτερικών συνόρων και στην καταπολέμηση των σωματεμπορίας και των εγκληματικών οργανώσεων που δραστηριοποιούνται στην περιοχή.

Ελλείψει κεντρικής αρχής στη Λιβύη, η ΕΕ επιλέγει τον αυτοαποκαλούμενή λιβυκή ακτοφυλακή ως ενεργό εταίρο στην επικράτεια, ο οποίος όμως δεν απαντάει ούτε λογοδοτεί σε κανένα κέντρο διοίκησης και αποτελείται κυρίως από ένοπλες πολιτοφυλακές, κοντά στις οργανώσεις λαθρεμπόρων και λαθρεμπόρων.

Τον Φεβρουάριο του 2017, με τη Διακήρυξη της Μάλτας, που υπογράφηκε μεταξύ Ιταλίας και Λιβύης – δηλαδή μόνο με ένα μέρος των εμπλεκομένων δυνάμεων – με την έγκριση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι αρχές της Λιβύης αναγνωρίζονται ως ελεγκτές του χώρου των θαλασσίων και χερσαίων συνόρων και εταίροι στην καταπολέμηση της παράνομης διακίνησης ανθρώπων στη περιοχή SAR της Λιβύης.

Η ανάθεση του ελέγχου της σχετικής περιοχής SAR στις αρχές της Λιβύης περιόρισε περαιτέρω την παρουσία ξένων πλοίων στην περιοχή, ιδίως των ΜΚΟ, που σήμερα διασχίζουν τη θάλασσα μεταξύ της Λαμπεντούσα (Σικελία), της Μάλτας και της Λιβύης. Πράγματι, πρέπει να θυμόμαστε ότι οι πολυάριθμες ΜΚΟ που δραστηριοποιούνται στη Μεσόγειο για τη διάσωση των μεταναστών έχουν πραγματοποιήσει, με τα χρόνια, σημαντική εργασία για την προστασία των αιτούντων άσυλο και τη διάσωση των πλοίων που κινδυνεύουν από ναυάγια. Σε αυτό το στάδιο, ξεκινά η προπαγάνδα της απονομιμοποίησης και της ποινικοποίησης των ΜΚΟοργανώσεων που δεν αναγνωρίστηκαν ποτέ ως εταίροι από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτή η εχθρική στις Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις πολιτική – που ασκείται από πολιτικές δυνάμεις αντίθετες με τη διάσωση και υποδοχή μεταναστών – είχε ως αποτέλεσμα απαγωγές, κρατήσεις, έναρξη δικαστηρίων και διοικητικές πρακτικές που είχαν ως αποτέλεσμα την επιβράδυνση των επιχειρήσεων διάσωσης στη θάλασσα. Όλες οι δίκες και οι διαδικασίες που ξεκίνησαν εναντίον των ΜΚΟ μέχρι στιγμής δεν είχαν διαδικαστικά αποτελέσματα.

Από αυτό το χρονικό σημείο, η ακτοφυλακή της Λιβύης ενήργησε με περιπολίες στις ακτές για την ανάκτηση των μεταναστών και την επιστροφή τους στη Λιβύη – επίσης, όπως φαίνεται, χάρη στην υλικοτεχνική υποστήριξη της ΕΕ.

Το 2015, η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ είπε ότι η Λιβύη δεν μπορεί να θεωρηθεί ασφαλές λιμάνι για την αποβίβαση των διασωθέντων. Σε κοινή δήλωση των Ocha, Unicef, Iom, Unhcr, Wfp, Oms, Unfpa [14\5\2020] και της ίδιας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αναφέρεται ότι δεν θεωρούν τα λιμάνια της Λιβύης ως «ασφαλή λιμάνια». Για το λόγο αυτό κανένα πλοίο που φέρει την ευρωπαϊκή σημαία δεν μπορεί να αποβιβάσει μετανάστες στα λιμάνια της Λιβύης.

Ακόμη και το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο, λέει ότι υπάρχουν αυτή τη στιγμή χιλιάδες άνθρωποι στη Λιβύη, συμπεριλαμβανομένων των γυναικών και των παιδιών, που κρατούνται υπό απάνθρωπες συνθήκες και πρόσφατα προέκυψε και η  τελευταία έκθεση με την οποία ο ΟΗΕ ενημερώνει τον κατάλογο των φρικαλεοτήτων εις βάρος των κρατουμένων μεταναστών στη Λιβύη. Στην έκθεση τεκμηριώνονται επίσης βασανιστήρια και ακρωτηριασμοί παιδιών.

Αυτή η πολιτική – λαμβάνοντας επίσης υπόψη την “ανοχή” της Frontex – έχει αποδειχθεί σαφώς αντίθετη με την αρχή της μη επαναπροώθησης (non refoulement), καθώς δεν εγγυάται την ασφαλή αποβίβαση στις ακτές της Λιβύης, η οποία δεν θεωρείται “ασφαλής χώρα”. Πράγματι, τα κράτη σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο θα πρέπει να σέβονται την απαγόρευση του επαναπατρισμού ή της επαναπροώθησης ατόμων σε χώρες όπου «απειλείται η ζωή και η ελευθερία εκείνων που ισχυρίζονται ότι τρέφουν βάσιμο φόβο διώξεων».

Επί του παρόντος, λοιπόν, οι μετανάστες που παρακωλύονται από τη Λιβυκή  ακτοφυλακή επανέρχονται στην κόλαση της Λιβύης και η ευθύνη για αυτό – όπως θα δούμε – μπορεί να αποδοθεί κυρίαρχα (αλλά όχι μόνο) στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία επέλεξε να αγνοήσει σοβαρούς κινδύνους για τη ζωή των μεταναστών σε μια χώρα όπου δεν υπάρχει αναγνωρισμένη κυβέρνηση.

Το μέχρι στιγμής περιγραφέν πλαίσιο των πολιτικών επίλογων της ΕΕ – με την αδιαφορία των περισσότερων κρατών μελών – αποκαλύπτει την εφαρμογή κατασταλτικής πολιτικής, με την εσφαλμένη πεποίθηση ότι η έλλειψη βοήθειας και διάσωσης επέδρασε αποτελεσματικά αποτρεπτικά, μειώνοντας τον αριθμό των αναχωρήσεων. Μια αδίστακτη στρατηγική που είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση των θανάτων και του αριθμού των αγνοουμένων και μια αλλαγή στην κοινή αντίληψη που οδήγησε πλέον στην επιλογή της ανάθεσης της  διαχείρισης  των μεταναστευτικών ροών σε τρίτα μέρη , δηλαδή στα κράτη που εμπλέκονται άμεσα.

Ως συνέπεια των παραπάνω, η Μεσόγειος έχει μετατραπεί σε νεκροταφείο, την ίδια στιγμή που η Λιβύη εξακολουθεί να κρατά χιλιάδες μετανάστες σε άθλιες συνθήκες, που συχνά περιλαμβάνουν ακόμα και τη στέρηση νερού και τροφής. Αυτοί οι άνθρωποι ζητούν από την Ευρώπη να σώσει τη ζωή τους και να μην επιστρέψουν στη χώρα από την οποία με πολλές δυσκολίες έφυγαν. Δεν πρόκειται για φυσική καταστροφή, ούτε για κάποιο τραγικό ανθρώπινο λάθος. Αυτό είναι ένα έγκλημα κατά της ανθρωπότητας, που διαπράττεται από άτομα τα οποία οφείλουν να λογοδοτήσουν για τις πράξεις τους, είτε είναι πολιτικοί ηγέτες, είτε απλοί πολίτες.


Κοινοποίηση