Αυτά είπα στην παρουσίαση του βιβλίου:
ΛΟΓῼ ΛΑΟΚΡΑΤΙΑΣ
Ένας σπουδαίος άνθρωπος, ένα πολύτιμο βιβλίο.
Το «Λόγῳ Λαοκρατίας» είναι ένα έργο αποσπασματικά αυτοβιογραφικό. Ένα βαθιά προσωπικό και συναισθηματικό, αναπόδραστα πολιτικό μωσαϊκό αναμνήσεων.
Η Λαοκρατία γεννήθηκε σε μια καλύβα στην Κουρτισέρα, στα βουνά των Τζουμέρκων, όπου η οικογένεια είχε καταφύγει λόγω των βομβαρδισμών, το ΄43. Το ιδιαίτερο όνομά της, της το έδωσαν οι αντάρτες. Μέχρι το ΄45 ο πατέρας της, μέλος του ΕΑΜ, έχει επικηρυχθεί και η οικογένεια υφίσταται διώξεις. Στα χωριά αλωνίζουν Χίτες κι ΕΔΕΣίτες. Στα 3 της χρόνια επικοινωνεί συνθηματικά με τον πατέρα της, για να αποφύγει τη σύλληψη. Το ΄49 ο πατέρας φεύγει στο εξωτερικό με κομματική εντολή και η οικογένεια μεταφέρεται στην Άρτα και αργότερα στην Αθήνα.
Στην Αθήνα, από το ΄60, αναπτύσσει πολιτική δράση ως μέλος του Κόμματος. Συμμετέχει σε διαδηλώσεις, αναπτύσσει επαφές και παρέες στην ΕΔΑ, τον σύνδεσμο Μπέρτραντ Ράσελ, τρώει ξύλο. Βιώνει την υποδοχή στην Αθήνα του Γκαγκάριν, τη δολοφονία του Λαμπράκη και την υποδοχή της σορού του, τους αγώνες του 1-1-4.
Το ΄63 ταξιδεύει στην Πράγα και «γνωρίζει» τον πατέρα της, που εργαζόταν στο περιοδικό Προβλήματα ειρήνης και σοσιαλισμού. Επιστρέφει στην Ελλάδα, ολοκληρώνει τις σπουδές της και μετακομίζουν οικογενειακώς στην Πράγα το ΄67, υφιστάμενοι της διώξεις των χουντικών. Εκεί έρχεται σε επαφή με ορισμένες πλευρές του υπαρκτού που δεν ανταποκρίνονται στις προσδοκίες της και γνωρίζει μεγάλο αριθμό Ελλήνων και ξένων συντρόφων, ενώ εκτιμά τις τέχνες (κινηματογράφος, μουσική, ζωγραφική) σε βαθμό που θα ήταν αδύνατος στην Ελλάδα. Καθώς οι εντάσεις της άνοιξης της Πράγας κλιμακώνονταν και ενώ είχε μόλις ολοκληρωθεί η 12η Ολομέλεια του ΚΚΕ τον Φλεβάρη του ΄68, φεύγει για το Λονδίνο.
Εκεί έμεινε στο σπίτι του Νικηφόρου Βρεττάκου. Εκεί πληροφορήθηκαν για τη διάσπαση του ΚΚΕ και την κατάληξη της άνοιξης της Πράγας. Εκεί εργάζεται, ως ερευνήτρια, πάνω στον τομέα της γενετικής (διασταυρώσεις δροσόφιλας).
Το ΄71, μετά και από προτροπή του πατέρα της ότι από εκεί θα μπορούσε να είναι χρησιμότερη στο κόμμα, μετακομίζει για να εργαστεί στο Παρίσι, όπου παράγει αξιόλογο επιστημονικό έργο. Εκεί έρχεται σε επαφή με την τοπική ομάδα του ΚΚΕ εσωτερικού και γνωρίζει μεταξύ πολλών άλλων, τον Ελεφάντη και τον Πουλαντζά, ενώ συσφίγγει τις σχέσεις της με τον Μίκη και την οικογένειά του, καθώς και με τον Μιχάλη Κακογιάννη. Στο σπίτι του Μίκη γνωρίζει μεγάλο αριθμό διανοούμενων και καλλιτεχνών, όπως ο σπουδαίος Πάμπλο Νερούδα.
Το ΄74, πριν από την πτώση της Χούντας, επιστρέφει στην Ελλάδα. Είναι εκεί, όταν τελικά οι φυλακές ανοίγουν και από μέσα ξεπροβάλλουν πρόσωπα γνωστά και αγαπημένα.
Η γραφή είναι δυνατή, άμεση και σε σημεία θαρραλέα ενδοσκοπική. Απλή, χωρίς περιττές φιοριτούρες και ανέξοδους λυρισμούς, «επιστημονική» στη διαύγειά της, σε σημεία θα μπορούσε να είναι καταχώρηση ημερολογίου.
Ιδιαίτερα νοσταλγικό, το βιβλίο μιλάει χωρίς περιστροφές στην καρδιά όσων έζησαν τα γεγονότα, ενώ για τους νεότερους ανοίγει συναρπαστικά παράθυρα στη σύγχρονη ιστορία μας. Για όλους, είναι μια υπενθύμιση της τεράστιας σημασίας της ζωντανής ιστορικής μνήμης, σε μια εποχή όπου η ανάγκη της θύμησης των μαθημάτων της πρόσφατης ιστορίας μας είναι πιο επιτακτική από ποτέ.
Σε αυτό βοηθάει και η επεισοδιακού τύπου αφήγηση που επικεντρώνεται στις πιο συναισθηματικά φορτισμένες αναμνήσεις της συγγραφέως, που συχνά συμπίπτουν με τα σημαντικότερα ιστορικά γεγονότα της εποχής (δολοφονία Λαμπράκη, Άνοιξη της Πράγας, Διάσπαση ΚΚΕ) σε περιόδους ιδιαίτερης πύκνωσης του πολιτικού και ιστορικού χρόνου, σαν κι αυτή που διανύουμε.
Η ζωή της Λαοκρατίας χαρακτηρίζεται από αδιάκοπους πολιτικούς αγώνες και, παρά τα ουκ ολίγα εμπόδια και τις απογοητεύσεις, από ανεξάντλητη αισιοδοξία για ένα καλύτερο μέλλον.
Στην αφήγηση συνυπάρχουν καθαρά πολιτικά επεισόδια (λ.χ. παράσταση διαμαρτυρίας έξω από το ελληνικό προξενείο στο Λονδίνου για τη δίκη Παναγούλη), με πιο προσωπικές αναμνήσεις αυτού που λέμε “pop culture” (ανοιχτή συναυλία των Beatles στο Hyde Park). Συχνότερα, η τέχνη και η πολιτική υπόσταση της Λαοκρατίας συμπλέκονται αδιαίρετα, τόσο από νωρίς, κατά τη διαμόρφωση του χαρακτήρα της, όσο και με τις μεταγενέστερες γνωριμίες της.
Η αφήγηση βρίθει από μικρά «ανέκδοτα» επεισόδια, της καθημερινής ζωής: αστεία, μικρές παρεξηγήσεις, που προσδίδουν στην αυθεντικότητα της αφήγησης. (πχ, το όνομά της που συχνά αποδιδόταν σε άλλες γλώσσες ως απευθείας μετάφραση [pouvoir du peuple] ή διάφορες μικρές ασυνεννοησίες λόγω γλώσσας).
Εν κατακλείδι, μπορεί ο υπότιτλος του βιβλίου να είναι «Ένας περίπατος σε όσα έζησα ως άτοπη και μετέωρη», όμως ο αναγνώστης δεν μένει με την εντύπωση πως η Λαοκρατία δεν είχε τόπο. Αντίθετα, μέσα από τις εστίες της, τους ανθρώπους της και τη δράση τους, σχηματίζονται έντονοι δεσμοί με τον κάθε τόπο, τέτοιοι που στο τέλος την καθιστούν *πολύτοπη*.
Σ’ ευχαριστώ Λαοκρατία, για το πολύτιμο πόνημά σου.