Κοινοποίηση

Κοινό μας άρθρο με τον Νίκο Παρασκευόπουλο, που δημοσιεύτηκε στις 22/10 στην Εφημερίδα των Συντακτών

Στην Ελλάδα, η οικονομική διαφθορά εδώ και πολλά χρόνια αναπτύσσεται χωρίς αποτελεσματικό έλεγχο. Το έλλειμμα αυτό αφορά κατεξοχήν το πεδίο των οικονομικών σκανδάλων από πολιτικά πρόσωπα. Προκειμένου να παρουσιάσουμε μια γενική εικόνα και να παρακολουθήσουμε το πλαίσιο αυτής της εξέλιξης, που με τη σημερινή κυβέρνηση κορυφώθηκε, σημειώνουμε τρεις κατηγορίες εμποδίων της οικονομικής κάθαρσης.

Α) Τα θεσμικά κωλύματα

■ Μέχρι την πρόσφατη Αναθεώρησή του (2019) το ελληνικό Σύνταγμα προέβλεπε (άρθρο 86) σύντομη παραγραφή για τη δίωξη εγκλημάτων που διαπράττονται από μέλη των κυβερνήσεων κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Αυτή η ρύθμιση καταργήθηκε πρόσφατα με συμφωνία των κομμάτων.

Πρόλαβε εν τω μεταξύ να οδηγήσει έναν σημαντικό αριθμό ποινικών υποθέσεων που αφορούσαν πράξεις των ετών 2001-2014 (στο σύνολό τους μάλιστα τις υποθέσεις απιστίας, δηλαδή πρόκλησης ζημίας στην περιουσία τρίτου) σε απαλλαγές λόγω παραγραφής. Ωστόσο, η Ν.Δ. απέκρουσε πρόταση μεταρρύθμισης (ερμηνευτική δήλωση) του ΣΥΡΙΖΑ που θα παρείχε τη δυνατότητα εκδίκασης ανοικτών υποθέσεων από το παρελθόν.

■ Mε τον Νόμο 4557/2018 η Ελλάδα θέσπισε Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, με προβλεπόμενο πρόεδρο ανώτατο δικαστικό. Με έναν εσπευσμένο νόμο της σημερινής κυβέρνησης (Ν. 4622/2019), ωστόσο, καταργήθηκε η αυτοτέλεια της παραπάνω Αρχής. Αντ’ αυτής, θεσπίστηκε μια Ενιαία Αρχή Διαφάνειας, χωρίς δικαστικό ως προεδρεύοντα, στην οποία υπάγονται ποικίλα ελεγκτικά όργανα. Εκτοτε η σχετική ελεγκτική δραστηριότητα έχει κατά πολύ περιοριστεί. Ανεση δηλαδή στο ξέπλυμα!

■ Νόμος, τον οποίο ψήφισε αμέσως μετά την εισαγωγή του νέου Ποινικού Κώδικα η κυβέρνηση προβλέπει ότι, για υποθέσεις απιστίας κατά τραπεζών, ο κολασμός τους προϋποθέτει πλέον έγκληση. Η ρύθμιση αυτή (μακάρι να κριθεί αντισυνταγματική) οδήγησε σε αθρόες απαλλαγές κατηγορουμένων για αναξιόχρεα δάνεια.

Β) Η «φιλική» στάση των ΜΜΕ

Κατά τη χρονική περίοδο 2001-2011 προέκυψαν σκάνδαλα για δανειοδοτήσεις χωρίς αξιόχρεες εγγυήσεις προς κόμματα και συγκροτήματα Τύπου. Τα κόμματα που απορρόφησαν τα μεγαλύτερα δάνεια ήταν η Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ, που τότε εναλλάσσονταν στην κυβέρνηση. Τα δάνεια αυτά έμειναν ανεξόφλητα. Η ελληνική Βουλή συνέστησε σχετική Εξεταστική Επιτροπή που κατέθεσε Πόρισμα το 2018, από το οποίο προέκυπτε η ζημία των τραπεζών. Ωστόσο η δικαστική διαδικασία βρίσκεται σε πολύχρονη εκκρεμότητα, πράγμα που οδηγεί σε μια ιδιότυπη πολιτική «ομηρία» ισχυρών συγκροτημάτων Τύπου.

Επιπλέον φέτος η κυβέρνηση προχώρησε σε επιλεκτική επιχορήγηση ελληνικών ΜΜΕ με εκατομμύρια ευρώ για την κάλυψη δαπανών ενημέρωσης για τον κορονοϊό. H χρηματοδότηση φιλοκυβερνητικών εφημερίδων και καναλιών ήταν πλουσιοπάροχη, ενώ των αντιπολιτευόμενων δυσανάλογα ελάχιστη. Υπήρξαν μάλιστα αντιπολιτευόμενες εφημερίδες που αποκλείστηκαν τελείως.

Τον υγιή ανταγωνισμό και επομένως την αποφυγή χειραγώγησης της κοινής γνώμης πιθανότατα υποσκάπτει και το μονοπώλιο της διανομής του Τύπου από μία και μόνη επιχείρηση, το μεγαλύτερο μετοχικό κεφάλαιο της οποίας συνδέεται μάλιστα με δύο ιδιοκτήτες εφημερίδων. Η Ελληνική Αρχή Ελέγχου του Ανταγωνισμού είχε δρομολογήσει σχετικό έλεγχο. Ενώ όμως αυτός εκκρεμούσε, νομοθετική παρέμβαση με κυβερνητική πρωτοβουλία οδήγησε σε εισαγωγή και μάλιστα με αναδρομική ισχύ νέων κριτηρίων για την εκλογή μελών διοίκησης της Αρχής. Η παρέμβαση είχε ως αποτέλεσμα την αποπομπή της προέδρου της Αρχής, Β. Θάνου, πρώην προέδρου του Αρείου Πάγου.

Γ) Κυβερνητικές παρεμβάσεις στο έργο της Δικαιοσύνης

Παρεμβάσεις στο έργο της Δικαιοσύνης ώστε να καλύπτεται η διαφθορά στην Ελλάδα δεν είναι άγνωστες. Τα φαινόμενα όμως τώρα έχουν ενταθεί πρωτοφανώς.

■ Κατά τo έτος 2013, δύο οικονομικοί εισαγγελείς (Γρ. Πεπόνης Σπ. Μουζακίτης) αναλαμβάνουν τη διερεύνηση μεγάλων οικονομικών σκανδάλων (χρηματοδοτήσεις κομμάτων, εμφάνιση ύποπτων καταθέσεων σε λίστες που διέρρευσαν κ.λπ.). Οι δύο εισαγγελείς καταγγέλλουν παρεμβάσεις στο έργο τους. Τον Μάιο του 2013 θεσπίζεται νομοθετικά ένα νέο αλλά συναφές Τμήμα Εισαγγελίας, η Εισαγγελία Διαφθοράς, που αποσπά αρμοδιότητες. Οι δύο εισαγγελείς, διαμαρτυρόμενοι, αποχωρούν.

■ Κατά την προηγούμενη περίοδο της Βουλής συστάθηκε Ειδική Επιτροπή Προκαταρκτικής εξέτασης ποινικών ευθυνών για την υπόθεση Novartis. Σύμφωνα με το Πόρισμά της (26/4/2018), οι υποθέσεις νομιμοποίησης παράνομων εσόδων, δωροληψίας και δωροδοκίας δεν ανήκουν σε όσες τελούνται κατά την εκτέλεση των υπουργικών καθηκόντων.

Επομένως, αυτές δεν υποκύπτουν στην κατά το Σύνταγμα παραγραφή, αλλά κρίνονται κανονικά από τη Δικαιοσύνη. Οι εκκρεμούσες υποθέσεις όντως ακολούθησαν την κανονική οδό, υπαγόμενες στην αρμοδιότητα της εισαγγελέως Διαφθοράς. Ωστόσο, κυβερνητικοί παράγοντες και βουλευτές εκφράστηκαν, κατ’ επανάληψη, απαξιωτικά για το έργο της. Αποκορύφωμα ήταν η δήλωση του υπουργού Ανάπτυξης Αδ. Γεωργιάδη σε τηλεοπτική εκπομπή του σταθμού ΑΝΤ1, ότι η εισαγγελέας Ελένη Τουλουπάκη «πρέπει να πάει φυλακή».

■ Οντως μετά την παραπάνω –εν είδει εντολής– δήλωση ασκήθηκε δίωξη κατά της εισαγγελέως, σχετική με ενέργειές της στην υπόθεση Νovartis. Η μεθόδευση είναι πρωτοφανής για τα εγχώρια δικονομικά δεδομένα: η απόφαση για την άσκηση της δίωξης ανατέθηκε όχι σε έναν, αλλά σε δύο αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου, ενώ η Εισαγγελία είναι ενιαίο πρόσωπο. Οι δύο αντεισαγγελείς διαφώνησαν, υποβάλλοντας χωριστές αντίθετες προτάσεις. Η τελική επιλογή αφέθηκε σε εισαγγελέα κατώτερου (!) βαθμού, ο οποίος προτίμησε την (συνοπτικότατα αιτιολογημένη, σε αντίθεση με την αντίθετη) γνώμη υπέρ της άσκησης δίωξης.

■ Ποινική διερεύνηση επίσης κινήθηκε και κατά των δύο επίκουρων εισαγγελέων Διαφθοράς που ασχολήθηκαν με την ίδια υπόθεση (τέθηκε στο αρχείο).

■ Την άσκηση δίωξης κατά την προβλεπόμενη διαδικασία σε Κοινοβουλευτική Επιτροπή δεν απέφυγε ούτε ο πρώην αναπληρωτής υπουργός Δικαιοσύνης Δ. Παπαγγελόπουλος, που λόγω των καθηκόντων του προσέφερε διοικητική στήριξη και υποδομές για τη διερεύνηση υποθέσεων διαφθοράς. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας στην επιτροπή, η πλειοψηφία της κατέφυγε σε πλείστες δικονομικές ακροβασίες. Ευτυχώς ορισμένες από αυτές (όπως: αίτημα αποκάλυψης ταυτότητας προστατευόμενων μαρτύρων, αίτημα εξέτασης πολιτών στη Βουλή ως υπόπτων χωρίς άσκηση δίωξης) προσέκρουσαν σε έλλειψη συναίνεσης άλλων θεσμικών οργάνων, όπως η Εισαγγελία και η Επιστημονική Επιτροπή της Βουλής.

■ Ενώ προκαταρκτικές εξετάσεις και δίωξη πολιτικών για πράξεις διαφθοράς συνεχίζονται, η Βουλή αυξάνει με Νόμο (4640/2020) σημαντικά τον αριθμό των προέδρων Εφετών σε βάρος του αριθμού των απλών εφετών. Η σχέση απλών εφετών σε σχέση με τους προέδρους μετατρέπεται από 1 προς 4 σε 1 προς 1,8! Με οικονομική επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού συγκροτείται μια δυσλειτουργική σύνθεση δικαστηρίου. Το γεγονός ότι η επικείμενη εκδίκαση σοβαρών οικονομικών εγκλημάτων θα ανήκει στα Εφετεία, καθώς και η (προφανώς άτοπη) «ευσεβής» προσδοκία να διευθύνουν τις δίκες «ευδιάθετοι» δικαστές, εξηγούν το παράλογο.

■ Ενώ η δικαστική διερεύνηση των φακέλων της Novartis εκκρεμεί, ο νυν υπουργός Δικαιοσύνης Κ. Τσιάρας δήλωσε την 15/7/2020 ότι όλοι οι φάκελοι της Νovartis «θα έπρεπε να αρχειοθετηθούν από τη Δικαιοσύνη»!

■ Το «πρόβλημα» ότι η εισαγγελέας Ελ. Τουλουπάκη συνέχιζε να έχει την εμπιστοσύνη της Δικαιοσύνης, που ανανέωσε τη θητεία της ως εισαγγελέως Διαφθοράς, λύθηκε με μια παλιά συνταγή (υπόθεση εισαγγελέων Πεπόνη – Μουζακίτη): τη νομοθετική παρέμβαση για κατάργηση της Εισαγγελίας Διαφθοράς, έτσι ώστε «επιτέλους», παρά τη βούληση της Δικαιοσύνης, η Ελ. Τουλουπάκη να χάσει κάθε αρμοδιότητα σχετικά με την υπόθεση.

■ Οι κυβερνητικές προσπάθειες εξουδετέρωσης της αρμόδιας εισαγγελέως είχαν συμπτωματικό σύμμαχο το έγκλημα. Στο διάστημα 8-23 Αυγούστου 2020 άγνωστοι διέρρηξαν το σπίτι της, χωρίς να αφαιρέσουν κάτι άλλο παρά μόνον έγγραφα και ηλεκτρονικά αρχεία. Η αστυνομία αρνήθηκε τη φύλαξη της κατοικίας της, ακόμα και μετά τη διάρρηξη!

Οι παραπάνω μεθοδεύσεις δεν αφορούν μόνο την οικονομική διαφθορά. Αποκαλύπτουν ένα συστηματικό φαινόμενο παρεμβάσεων στη Δικαιοσύνη, που νοθεύουν τη δημοκρατία και το κράτος δικαίου. Χωρίς υπερβολή, ανάλογης έκτασης και έντασης κυβερνητική παρέμβαση στη Δικαιοσύνη για την παρεμπόδιση της καταπολέμησης σκανδάλων δεν έχει σημειωθεί κατά τα τελευταία χρόνια σε δημοκρατική χώρα.


Κοινοποίηση