Κοινοποίηση

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια Ευρώπη που είχε κατακλυστεί από την καταστροφική χιονοστιβάδα του νεοφιλελευθερισμού. «Λιγότερο κράτος», το «αόρατο χέρι της Αγοράς», τα «αχρείαστα και γραφειοκρατικά συνδικάτα» που «καταστρέφουν την παραγωγική σχέση εργαζόμενου-εργοδότη» κι ένα σωρό ακόμη καλογυαλισμένες, πλην αστήρικτες, ανοησίες γέμισαν τα ιδεολογικά σεντούκια της Δεξιάς, κάνοντας τις πολιτικές ακόμη πιο βίαιες, ακόμη πιο σκληρές, ακόμη πιο ανάλγητες. Ήταν τέτοιο το ιδεολογικό σουξέ, που το αντικοινωνικό αυτό κατασκεύασμα μάγεψε κι ένα κομμάτι της πάλαι ποτέ κραταιάς Σοσιαλδημοκρατίας, με τα γνωστά διαλυτικά αποτελέσματα.

Και μετά ήρθαν οι κρίσεις. Κρίση του Ευρώ, Brexit, πανδημία του Covid-19 και το βαρύ ιδεολογικό οπλοστάσιο της Δεξιάς αποκαλύφθηκε ως μια αναποτελεσματική και απάνθρωπη εμμονή. Κάπου εκεί, η Ευρώπη ξύπνησε από το παραμύθι που εν τω μεταξύ είχε μετατραπεί σε εφιάλτη και άρχισε να ξανασκέφτεται κάτι… αρχαία, από προηγούμενες δεκαετίες, που η Δεξιά λοιδορούσε ως ξεπερασμένα και εκτός εποχής: Κοινωνικό Κράτος, Δημόσια Συστήματα και Δίκτυα, Αναδιανομή.

Και κάπου εκεί ξεκινά και η ωραία ευρωπαϊκή περιπέτεια που λέγεται Νέοι Κανόνες για τους Κατώτατους Μισθούς στην ΕΕ. Πριν από λίγες μέρες, οι προοδευτικές δυνάμεις στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο πετύχαμε, με κρίσιμη συμβολή και του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία και της Αριστεράς/The Left, μία σπουδαία κοινοβουλευτική νίκη: διαμορφώσαμε μια πολύ καλή πρόταση ευρωπαϊκής οδηγίας για Κατώτατους Μισθούς.

Το αποτέλεσμα είναι μια εντολή για άμεση έναρξη της διαπραγμάτευσης μεταξύ των κορυφαίων θεσμών της ΕΕ, ο γνωστός «τρίλογος» στην κακόηχη αργκό των Βρυξελλών.

Σε αντίθεση με ένα άλλο μεγαλεπήβολο σχέδιο, το πολυδιαφημισμένο Σύμφωνο για τη Μετανάστευση και το Άσυλο, που καρκινοβατεί εν μέσω διαφωνιών και κωλυσιεργιών, οι κυβερνήσεις ανταποκρίθηκαν αμέσως. Λίγες μόλις μέρες μετά τη νίκη στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ενέκρινε τη δική του εντολή για να αρχίσουν αμέσως οι διαπραγματεύσεις με Κομισιόν και Ευρωκοινοβούλιο. Μια απόφαση που ελήφθη με μόλις δύο αρνητικές ψήφους (της Δανίας των ισχυρών συλλογικών διαπραγματεύσεων και της Ουγγαρίας του ακροδεξιού Όρμπαν, που για μια ακόμη φορά επιβεβαιώνει τον βαθύτατα αντιλαϊκό χαρακτήρα των πολιτικών επιλογών κάθε ακροδεξιάς κυβέρνησης που παριστάνει την «πατριωτική»…) και δύο αποχές (της Γερμανίας, λόγω μεταβατικής περιόδου ενόψει της νέας κυβέρνησης και της Αυστρίας, που λέγεται πως τήρησε σκληρή στάση στη διαπραγμάτευση).

Έτσι, μετά την πολύ καλή εντολή του Ευρωκοινοβουλίου, έχουμε ευρεία πολιτική Συμφωνία μεταξύ των κυβερνήσεων, αν και φαίνεται από μια πρώτη ματιά πως υπάρχουν ανάμεσα στα δύο κείμενα αρκετές διαφορές. Για παράδειγμα, το Συμβούλιο, όπως και η Κομισιόν, μιλά για 70%, ενώ το ΕΚ ανεβάζει στο 80% το ποσοστό κάλυψης των εργαζόμενων μιας χώρας από τις Συλλογικές Συμβάσεις. Το Κοινοβούλιο περιγράφει με μεγαλύτερη σαφήνεια το πλαίσιο για να ορίζεται ένας μισθός ως επαρκήςμε κριτήριο το όριο της φτώχειας, το Συμβούλιο είναι πιο… ασαφές στο κομβικό αυτό σημείο.

Πέρα, όμως, από την τελική έκβαση αυτής της κρίσιμης πολιτικής μάχης για καλύτερους μισθούς στους 27, εκείνο που έχει σημασία είναι πως από την κορυφή της ΕΕ εκπέμπεται ένα ξεκάθαρο μήνυμα υπέρ των εργαζομένων.

«Το μήνυμα είναι πως οι μισθοί πρέπει να αυξηθούν», ήταν η σαφής τοποθέτηση του επιτρόπου Απασχόλησης της ΕΕ Νίκολας Σμιτ, και όποιες κι αν είναι οι διαφορές στο εσωτερικό των θεσμών ή μεταξύ των θεσμών, και μόνο το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Ηγεσία βάζει στο στόμα της εκφράσεις… απαγορευμένες μέχρι πριν λίγα χρόνια, συνιστά σημαντική πολιτική μετατόπιση.

Όλα αυτά σημαίνουν πως πάμε προς μια αυτονόητη αύξηση του κατώτατου μισθού στην Ελλάδα γύρω στα 800 ευρώ, όπως προβλέπουν οι πρόνοιες που περιλαμβάνονται στην εντολή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή σε ό,τι θα προκύψει από τη διαπραγμάτευση; Κανονικά, ναι, αυτό θα έπρεπε να περιμένουμε.

Στην Ελλάδα, όμως, η ακραία εμμονική δεξιά κυβέρνηση Μητσοτάκη, επιμένει στα ξεπερασμένα επικίνδυνα δόγματα που χρεοκόπησαν διεθνώς, μιλά με ψευτο-ήπιο λόγο, αλλά εφαρμόζει πρακτικές Όρμπαν, μετατρέποντας την Ελλάδα σε βαλκανικό παράρτημα του Βίσεγκραντ. Κι αν κάποιοι νομίζουν πως αυτό αφορά μόνο το προσφυγικό, είναι βαθιά νυχτωμένοι: η προσχηματική ψευτο-αύξηση του βασικού μισθού από το 2022 και η άρνηση Μητσοτάκη να προχωρήσει στην προγραμματισμένη από την κυβέρνηση Τσίπρα αύξηση, δεν αφήνουν περιθώρια αισιοδοξίας.

Συνοψίζοντας, βρισκόμαστε μπροστά σε μια κρίσιμη πολιτική μάχη για καλύτερους μισθούς, μέσα από ισχυρές συλλογικές διαπραγματεύσεις, σε ολόκληρη την ΕΕ. Θετική αφετηρία με μια καλή απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και την πολιτική συμφωνία των κυβερνήσεων, σε κλίμα υποχώρησης της Δεξιάς ηγεμονίας στην Ευρώπη.

Έχουμε, όμως, και την ανάγκη να φύγει το ταχύτερο μια κυβέρνηση που όλα δείχνουν πως θα κάνει ό,τι μπορεί για να τορπιλίσει μια αναγκαία ουσιαστική αύξηση στον κατώτατο μισθό, μια κυβέρνηση που δυόμισι χρόνια τώρα δεν σταμάτησε να κυβερνά για λογαριασμό του ΣΕΒ και των ολίγων χορηγών της, σε βάρος των εργαζόμενων και της κοινωνίας.

 

Το άρθρο εμφανίστηκε στην Εποχή


Κοινοποίηση