Κοινοποίηση

Η κυβέρνηση προχωρά με ρυθμίσεις εκτός ευρωπαϊκού κεκτημένου

Μία από τις διαστάσεις του αντεργατικού τερατουργήματος Μητσοτάκη – Χατζηδάκη που δεν έχει ακόμη αναλυθεί επαρκώς είναι η τριτοκοσμική και ξεκάθαρα αντιευρωπαϊκή φιλοσοφία του. Οι πάλαι ποτέ «Μένουμε Ευρώπη» της προηγούμενης πολιτικής περιόδου, οι «Βάστα, Σόιμπλε», οι ορκισμένοι ψευδο-φιλοευρωπαϊστές της κατσαρόλας, δεν επιτίθενται απλώς σε όσα τμήματα του Εργατικού Δικαίου είχε προλάβει να αναστηλώσει ο ΣΥΡΙΖΑ, δεν γκρεμίζουν μόνο ό,τι γλίτωσε από τη μνημονιακή λαίλαπα που προηγήθηκε, αλλά προχωρούν πολύ παραπέρα, με ρυθμίσεις εκτός ευρωπαϊκού κεκτημένου, με καινοφανείς «ιδέες» που, αντί για συγκλίσεις με τους εταίρους, επιστρέφουν τη χώρα μας στη θεσμική υστέρηση περασμένων δεκαετιών.

Ξεκινώντας από τον πυρήνα της φιλοσοφίας του νομοσχεδίου εύκολα παρατηρεί κανείς πως βρίσκεται σε εντελώς αντίθετη κατεύθυνση με τις κυρίαρχες διεθνείς τάσεις για την αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημικής κρίσης, που είναι η ισχυρή κρατική παρέμβαση και όχι η υποτίμηση της εργασίας.

Η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας καταγράφει παγκόσμια αύξηση της ανεργίας και της φτώχειας, για την αντιμετώπιση των οποίων λαμβάνονται μέτρα για την οικονομική ανάκαμψη και την ενίσχυση των φτωχότερων στρωμάτων. Στις ΗΠΑ, για τον σκοπό αυτό, ο Πρόεδρος Μπάϊντεν ανακοίνωσε και άρχισε να εφαρμόζει γενναίο χρηματοδοτικό πρόγραμμα, ενώ η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προχωρά σε δανεισμό από μεγάλες διεθνείς τράπεζες, ώστε να χορηγηθεί μέχρι το τέλος του έτους ποσό ύψους 90 δισ. για τη δημοσιονομική στήριξη της οικονομίας, προκειμένου να υποστηριχθούν μέτρα οικονομικής ανάκαμψης.

Οι σχετικές συζητήσεις στο Ευρωκοινοβούλιο επικεντρώνονται κατά κανόνα στην ανάγκη ανάπτυξης πολιτικών για τη μείωση της ανεργίας, την εξάλειψη της φτώχειας. Σε κάθε ευκαιρία τονίζεται η προτεραιότητα της σύγκλισης μεταξύ των κρατών – μελών, διακηρύσσεται ο στρατηγικός στόχος για την άμβλυνση των ανισοτήτων. Στην κατεύθυνση αυτή η Κομισιόν επεκτείνει και για το έτος 2022 τη γενική ρήτρα διαφυγής. Για ακόμα μία φορά, παρακάμπτεται το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, που ήταν αίτημα και επιδίωξη του ΣΥΡΙΖΑ και κατά το έτος 2015, σε εκείνο το «δυσάρεστο διάλειμμα διχαστικού λαϊκισμού», όπως το χαρακτήρισε ο Κυριάκος Μητσοτάκης.

Ο οποίος για άλλη μία φορά, με το προτεινόμενο εργασιακό νομοσχέδιο, αποδεικνύει ότι δεν καθοδηγείται από την ευθύνη για τον σχεδιασμό μιας αναπτυξιακής πολιτικής μακράς πνοής, που, βαθμιαία έστω, θα ελαχιστοποιεί τις θηριώδεις ανισότητες που μεγεθύνονται εντός της χώρας, αλλά και τις ανισότητες ως προς άλλα κράτη – μέλη της Ε.Ε., ιδίως εκείνα που ανήκουν στην Ευρωζώνη. Η αίσθηση ευθύνης απουσιάζει και στη σφαίρα της οικονομίας και στην αξεχώριστη με αυτήν οργάνωση των εργασιακών σχέσεων. Η Ελλάδα είναι σήμερα στα χαμηλότερα επίπεδα (5η χαμηλότερη) της αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού στην Ευρώπη.

Ίσως το πιο κορυφαίο και προκλητικό παράδειγμα πολιτικής ασυνέπειας και ηθικής δυσανεξίας αποτελεί η μερική εφαρμογή στο Δημόσιο της Σύμβασης 190 της ΔΟΕ για την υιοθέτηση μέτρων κατά της παρενόχλησης και της βίας στην εργασία. Ο κατά τα άλλα ευαίσθητος στο κίνημα #me too πρωθυπουργός περιορίζει τα μέτρα και τις κυρώσεις κατά της παρενόχλησης στον ιδιωτικό τομέα, μόνο σε επιχειρήσεις που απασχολούν πάνω από είκοσι εργαζομένους. Δημιουργείται έτσι ένα πεδίο εφαρμογής ασφυκτικά περιορισμένο.

Το ωράριο – λάστιχο δεν μειώνει την ανεργία

Στο πεδίο της διάρκειας της εργασίας, η Ελλάδα κατατάσσεται 3η στην Ε.Ε. και 2η μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης με το υψηλότερο σε χρονική διάρκεια ποσοστό ημερήσιας και εβδομαδιαίας απασχόλησης. Σε αυτές τις συνθήκες, η επέκταση της απλήρωτης υπερωρίας και των ωραρίων εκτιμάται πως θα προκαλέσει μείωση ή ακύρωση 38.000 θέσεων εργασίας. Με λίγα λόγια, τα ωράρια – λάστιχο επεκτείνονται, με συνέπεια να μην περιορίζεται η ανεργία, που ξεπερνά στη χώρα μας το 16%, ενώ ο μέσος όρος στην Ε.Ε. είναι 7,3%.

Η στρατηγικά σχεδιασμένη επίθεση κατά των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας και η ρύθμιση του κατώτατου μισθού ως περιεχόμενο της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας μόνο για επιχειρήσεις που είναι μέλη των οργανώσεων που την συνάπτουν θα οδηγήσει σε ακόμα μεγαλύτερη υποχώρηση το εισόδημα των μισθωτών, ενώ πολλές επιχειρήσεις θα διαγράφονται από τις εργοδοτικές οργανώσεις. Να σημειωθεί ότι ήδη σε ποσοστό που πλησιάζει το 40% οι μισθωτοί αμείβονται στα όρια της φτώχειας, εκ των οποίων οι περισσότεροι έχουν μηνιαίες αποδοχές που κυμαίνονται μεταξύ των 200 έως 300 ευρώ. Αποκαλύπτονται τώρα οι λόγοι που ο υπουργός Εργασίας δεν τοποθετήθηκε στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής υπέρ της ρύθμισης των κατώτατων μισθών με ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις και μόνο επικουρικά με κυβερνητική πρωτοβουλία, με νόμο. Και συμβαίνει τούτο όταν στο Ευρωκοινοβούλιο φαίνεται να επιδοκιμάζεται το προβάδισμα στις Συλλογικές Συμβάσεις και Συμφωνίες Εργασίας, ώστε να καλύπτεται από ΣΣΕ το σύνολο των εργαζομένων. Έτσι αντιλαμβάνεται η Νέα Δημοκρατία του κ. Μητσοτάκη το «Μένουμε Ευρώπη», ως κενή περιεχομένου ρητορεία για να καλύψει πολιτικές εκτός ευρωπαϊκού πλαισίου, εκτός ευρωπαϊκής πρακτικής.

Δεν διασφαλίζεται η τηλεργασία

Στην ίδια αντίληψη κινείται και για τη ρύθμιση της τηλεργασίας και για την εργασία σε πλατφόρμες. Βαφτίζει τους εξαρτημένους εργαζόμενους σε δήθεν επιχειρηματίες. Με απτές τις αρνητικές συνέπειες στην κοινωνική ασφάλιση, στην κάλυψη από εργατικά ατυχήματα και βλάβες στην υγεία. Προωθεί ένα νομοσχέδιο αντίθετο στις Διεθνείς Συμβάσεις Εργασίας και σε θεμελιώδεις αρχές του Ευρωπαϊκού Δικαίου. Όπου μεταξύ άλλων διατάξεων ορίζονται ανώτατα όρια εργασίας σε κλάδους όπου παρατηρείται ότι επιβαρύνεται η υγεία των εργαζομένων και όχι για να επεκταθούν σε ολόκληρο τον εργαζόμενο πληθυσμό, όπως επιχειρεί η κυβέρνηση, η οποία αποδεικνύει πως είτε δεν ενδιαφέρεται, είτε είναι ανίκανη να αντιληφθεί ότι, καθώς εισβάλει ραγδαία η ρομποτική στην παραγωγή και στην οργάνωση των υπηρεσιών, απαιτούνται σύγχρονες ρυθμίσεις των εργασιακών σχέσεων, που θα ανασχέσουν την ανεργία και θα βελτιώσουν τη ζωή των εργαζομένων.

Αντί λοιπόν για ευρωπαϊκή νομοθέτηση, ψευδεπίγραφα πασαλείμματα. Αντί για σύγκλιση με το ευρωπαϊκό κεκτημένο των Συλλογικών Συμβάσεων, τριτοκοσμική οπισθοδρόμηση σε ατομικές συμφωνίες. Αντί για στήριξη στην ανάπτυξη για όλους, υποτίμηση της εργασίας. Και κάπως έτσι οι πάλαι ποτέ «Μένουμε Ευρώπη» μετατρέπονται, για χάρη των συμφερόντων που υπηρετούν, στους χειρότερους υπονομευτές του ευρωπαϊκού κεκτημένου. Στην πραγματικότητα, αυτό που ξέραμε πάντα πως ήταν.


Κοινοποίηση