*Άρθρο του Κώστα Αρβανίτη στην εφημερίδα «Η Εποχή» Πηγή:http://tiny.cc/epohi
Στην εποχή της καταιγιστικής πληροφορίας η συζήτηση για την ενημέρωση και την ποιότητά της δεν θα έπρεπε, αλλά είναι διαρκής και καυτή.
Στην εποχή που η πληροφορία είναι κάθε στιγμή στα δάχτυλά μας, η συζήτηση για το πώς και σε ποιους φτάνει, δεν θα έπρεπε, αλλά είναι συνεχής.
Στην εποχή που στο διαδίκτυο μπορεί ο καθένας από εμάς τους πολίτες του τεχνολογικά ανεπτυγμένου κόσμου με πρόσβαση σ’αυτό να βρει κάθε «άκρη» και να αποδομήσει όποια σκόπιμα παραπλανητική είδηση, η συζήτηση για την ενημέρωση κινείται εμμονικά σχεδόν, γύρω απ’τα fake news.
Και δεν θα έπρεπε.
Στην Ελλάδα η ενημέρωση δεν πάσχει μόνο από τις ψεύτικες, κατασκευασμένες ή με οποιονδήποτε τρόπο, παραπλανητικές ειδήσεις· πάσχει πλέον και από τις «αόρατες» ειδήσεις. Πλάι στον ορυμαγδό των φανερά παραποιημένων ή ολοσχερώς κατασκευασμένων ειδήσεων, την εικονική πραγματικότητα των κυρίαρχων μέσων στη χώρα μας καθορίζουν όλο και πιο συχνά ειδήσεις που δεν περνούν καν το κατώφλι του αρχισυντάκτη για να σταματήσουν εκεί την πορεία τους προς το μεγάλο κοινό.
Πληροφορίες, μεγάλα γεγονότα, μικρές αλήθειες της καθημερινότητας και κάθε είδους εξέλιξη που διαφοροποιεί την επίπλαστη εικονική πραγματικότητα για την οποία κοπιάζει καθημερινά ο μεγαλύτερος αριθμός επαγγελματιών δημοσιογράφων που έχει απασχολήσει ποτέ κυβέρνηση σε πολιτικές θέσεις μετακλητών κρατικών υπαλλήλων.
Αν η είδηση χαλά το «αφήγημα» που με τη βοήθεια των άξιων συναδέλφων χτίζεται καθημερινά, τόσο το χειρότερο για την είδηση.
Και φυσικά, ο κύκλος της (μη) ενημέρωσης δεν χρειάζεται να κλείνει με κάποια μορφή άμεσης λογοκρισίας, εκπορευόμενης από κυβερνητικά κέντρα ή παράκεντρα. Αρκεί η πληροφορία να αρχίσει την πορεία της προς το κοινό μέσα από το τοπίο των ΜΜΕ όπως έχει διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα: ένα νεο-μπερλουσκονικό σκηνικό με λιγοστούς πανίσχυρους ιδιοκτήτες ελέγχει πλέον όχι μόνο παραδοσιακά (έντυπα-ραδιόφωνο-τηλεόραση) μέσα αλλά και ένα πλήθος από τις καλές «μαρκίζες» του διαδικτύου. Έτσι, η πληροφορία, αν δεν εξυπηρετεί έχει πολύ μεγαλύτερες πιθανότητες να βρεθεί σε κάποιο «χαντάκι» – τάχα μου ξεχασμένη – παρά να βρει το δρόμο για το μεγάλο κοινό.
Μία από τις πρώτες ενέργειες της κυβέρνησης Μητσοτάκη ήταν η χωρίς προσχήματα αποπομπή με συνοπτικές διαδικασίες της Βασιλικής Θάνου, επικεφαλής της Επιτροπής Ανταγωνισμού που είχε κληροδοτήσει η απελθούσα κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα. Σε μία από τις έρευνες που «έτρεχε» η κορυφαία δικαστικός, βρίσκονταν στο στόχαστρο μονοπωλιακές πρακτικές (με πολιτικό υπόβαθρο – υπαινίσσονταν οι καταγγελίες) του (μοναδικού, πλέον) πρακτορείου διανομής τύπου στη χώρα μας, το οποίο ανήκει σε έναν από τους λιγοστούς μεγάλους παίκτες των εκδοτικών επιχειρήσεων.
Να ‘χει άραγε σχέση, η σπουδή της κυβέρνησης με την ενοχλητική για την αισθητική ορισμένων… κόμμωση της κυρίας Θάνου, ή με την καυτή έρευνα για τη διανομή του τύπου;
Σε κάθε περίπτωση, μέσα σε ένα τέτοιο πολιτικό και επιχειρηματικό περιβάλλον, ποιες είναι οι επαγγελματικές δυνατότητες ενός δημοσιογράφου; Όχι ενός ερευνητή, ανεξάρτητου δημοσιογράφου, με ριζοσπαστικές ιδέες, ενός φιλήσυχου, τίμιου και μετριοπαθή δημοσιογράφου, που θέλει να μεταδίδει αυτό που γνωρίζει στο κοινό του.
Στην Ελλάδα, ο Τεν-Τεν σήμερα θα είχε δουλειά ή θα μαράζωνε στην ανεργία;
Ο απλός φιλήσυχος τίμιος εργάτης της ενημέρωσης, που καθημερινή του φιλοδοξία θα είχε να μεταδίδει χρήσιμες και ουσιαστικές ειδήσεις στους συμπολίτες του, θα είχε θέση στα συστημικά μέσα και την εικονική τους πραγματικότητα ή θα αναγκαζόταν αργά ή γρήγορα να βρεθεί σε ευθεία σύγκρουση μαζί της;
Το πρόβλημα της Ενημέρωσης δεν είναι μόνο πρόβλημα fake news. Αφορά πλέον πρώτα και κύρια το ιδιοκτησιακό, ολιγοπωλιακό καθεστώς των ΜΜΕ και τις σχέσεις των ιδιοκτητών τους με την πολιτική εξουσία.
Αλλά αυτό, μην περιμένετε να το ακούσετε από κανένα κεντρικό δελτίο της τηλεόρασης…