Άρθρο του Κώστα Αρβανίτη στο ieidiseis.gr
Στη χώρα μας την Ελλάδα εδώ και τρία περίπου χρόνια -από τότε, δηλαδή, που ανέλαβε τη διακυβέρνησή της η Δεξιά του Μητσοτάκη – οι ανεξάρτητοι δημοσιογράφοι και η ελευθεροτυπία βρίσκονται σταθερά στο στόχαστρο.
Από την επομένη της πολιτικής αλλαγής, τον Ιούλιο του ’19, ο δημόσιος φορέας ραδιοτηλεόρασης και το εθνικό πρακτορείο ειδήσεων πέρασαν στην άμεση εποπτεία και στον απευθείας έλεγχο του ίδιου του πρωθυπουργού, με στόχο να μετατραπούν σε εργαλεία επίμονης και άκριτης αναπαραγωγής του κυβερνητικού αφηγήματος.
Οι στενές σχέσεις αλληλεξάρτησης του πρωθυπουργικού περιβάλλοντος με την ολιγάριθμη κλίκα που έχει επιβάλει μονοπωλιακές ιδιοκτησιακές συνθήκες στο χώρο των εγχώριων ΜΜΕ στραγγάλισαν τον πλουραλισμό στο μιντιακό τοπίο. Ο πολιτικός και κοινωνικός αντίλογος είτε αποκλείστηκε εντελώς από τη mainstream ειδησεογραφία και ενημέρωση, είτε περιορίστηκε σε βαθμό τουλάχιστον προσβλητικό για κράτος ευρωπαϊκό, ίσα – ίσα για να τηρούνται τα προσχήματα, κι αυτό όχι πάντα…
Την εποχή της έξαρσης του πρώτου πανδημικού κύματος και όσο η κοινωνία βίωνε ένα σκληρό lockdown μαζί με τον τρόμο μιας πρωτοφανούς υπαρξιακής αβεβαιότητας, η κυβέρνηση μοίρασε με τη διαβόητη -και για πολύ καιρό κρυφή- «Λίστα Πέτσα» δεκάδες εκατομμύρια Ευρώ σε φιλικά της Μέσα, με λιγότερο από 1% της κρατικής ενίσχυσης να καταλήγει σε φωνές που της ασκούσαν κριτική. Το κυριότερο: ουδείς έχει αντιληφθεί με ποια κριτήρια έγινε η κατανομή των ποσών, ουδείς έχει πειστεί οτι υπήρχαν στην πραγματικότητα κριτήρια για τη «μοιρασιά» διαφορετικά από την «φιλικότητα» των μέσων προς την Κυβέρνηση…
Δημοσιογράφοι που διερεύνησαν πολιτικές πτυχές του σκανδάλου Novartis και αναζήτησαν επίμονα τις σκοτεινές διαδρομές του βρώμικου χρήματος, όχι απλώς βρέθηκαν κατηγορούμενοι σε ποινικές υποθέσεις με τη σφραγίδα της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, αλλά είδαν το τεκμήριο αθωότητάς τους να κουρελιάζεται κατ’ επανάληψη, όταν ο ίδιος ο πρωθυπουργός και κορυφαία στελέχη της κυβέρνησης δημόσια τους αποκαλούσαν μέλη εγκληματικής οργάνωσης που πρέπει να μπουν φυλακή. Εντωμεταξύ, η κυβέρνηση, υπό την πίεση πολιτικών και παραγόντων που εμπλέκονται σε σκάνδαλα, όχι μόνο απέσυρε το νομοσχέδιο για την προστασία των μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος, αλλά ακόμη δεν έχει ενσωματώσει τη σχετική ευρωπαϊκή Οδηγία.
Τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, η δέσμευση του ΓΓ του Υπ. Δικαιοσύνης Αλεξανδρή προς τους Ευρωβουλευτές της Υποομάδας Παρακολούθησης Δημοκρατίας, Κράτους Δικαίου & Θεμελιωδών Δικαιωμάτων ότι το νομοσχέδιο θα άνοιγε «αύριο» (όπου «αύριο» η Παρασκευή 29 Απριλίου) στη Δημόσια Διαβούλευση του Opengov, παραμένει μετέωρη. Το προτεινόμενο από την κυβέρνηση κείμενο του νομοσχεδίου αγνοείται…
Ο δημοσιογράφος Γιώργος Καραϊβάζ, πολύ γνωστός για τα αποκαλυπτικά του ρεπορτάζ σε σχέση με το οργανωμένο έγκλημα και τη διαφθορά, δολοφονήθηκε με μαφιόζικο χτύπημα στις 9 Απριλίου 2021. Η κυρία Φον Ντερ Λάιεν τότε είχε χαρακτηρίσει την πράξη «απεχθή και δειλή». Η Ευρώπη παρακολουθεί στενά την υπόθεση και καταλαβαίνει πολύ καλά πως 13 μήνες μετά, αυτή η απεχθής και δειλή πράξη παραμένει όχι απλώς ατιμώρητη, αλλά η διερεύνησή της έχει βαλτώσει εντελώς.
Έχουν αυξηθεί γεωμετρικά οι καταχρηστικές αγωγές και μηνύσεις κατά δημοσιογράφων από ισχυρά επιχειρηματικά κέντρα με σκοπό την εξουθένωση των ιδίων και τον εκφοβισμό των υπολοίπων. Το μήνυμα είναι σαφές: αυτολογοκριθείτε, αλλιώς θα υποφέρετε. Η ανακοίνωση από την Κομισιόν της πρότασης Οδηγίας κατά των SLAPP είναι μια παρήγορη εξέλιξη, αλλά πολύ φοβάμαι ότι μέχρι να εφαρμοστεί το κακό θα έχει γιγαντωθεί ακόμη περισσότερο.
Το πιο πρόσφατο επεισόδιο αυτής της θλιβερής πορείας γράφτηκε με τη διπλή παρακολούθηση σε βάρος του δημοσιογράφου Θανάση Κουκάκη, πρώτα από την Ε.Υ.Π. και στη συνέχεια μέσω του κακόβουλου λογισμικού Predator. Άραγε, ποια εθνική ασφάλεια κινδύνευσε από τις έρευνες ενός οικονομικού συντάκτη που στηλίτευσε κυβερνητικές πρωτοβουλίες με τις οποίες ευνοούνται δράστες εγκλημάτων «λευκού κολάρου»;
Για ποιον λόγο όταν ο Κουκάκης αντιλήφθηκε τις υποκλοπές η ελληνική κυβέρνηση άλλαξε πανικόβλητη το νομοθετικό πλαίσιο ώστε να αποκρυβεί η παρακολούθηση; Και αφού η κυβέρνηση διαψεύδει ότι οι κρατικές υπηρεσίες έχουν προμηθευτεί το Predator, γιατί επιμένει να μην ερευνά ποιος ιδιώτης μπορεί να έχει στην κατοχή του ένα εργαλείο τόσο επικίνδυνο για το ιδιωτικό απόρρητο όλων των κατοίκων της χώρας;
Ωστόσο, ακόμη και για τους παροικούντες την Ιερουσαλήμ της Μητσοτακικής δυστοπίας, η κατακρήμνιση της Ελλάδας στην παγκόσμια κατάταξη ελευθερίας του Τύπου ήταν ένα μεγάλο σοκ. Ενώ στην καταγραφή του 2021 είχε χάσει πέντε θέσεις, φέτος η Ελλάδα βρέθηκε από την 70η στην 108η: 38 θέσεις χαμηλότερα, μέσα σε μια χρονιά, και η χώρα μας είναι μακράν η χειρότερη χώρα της ΕΕ στην κατάταξη αυτή!
Πόσο αισιόδοξος μπορεί να είναι κανείς με όλα αυτά όταν η κυβέρνηση Μητσοτάκη επαναλαμβάνει σε κάθε ευκαιρία ότι όλα λειτουργούν σωστά; Σήμερα μάλιστα έφτασε να μας πει πως οι RSF μετράνε… λάθος την ελευθερία του Τύπου. Μπορεί να υπάρξει διέξοδος από την καταστροφική αυτή περιδίνηση της χώρας στο σκοτάδι του αυταρχισμού άλλη από την πολιτική αλλαγή, και μάλιστα το συντρόμοτερο δυνατό;
Πλέον, είναι ζήτημα Δημοκρατίας.