Η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε τη μεταφορά των αρμοδιοτήτων για τις φυλακές από το Υπουργείο Δικαιοσύνης στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη (που ευθύνεται για την αστυνόμευση).
Ωστόσο, σύμφωνα με τους Σωφρονιστικούς Κανόνες του Συμβουλίου της Ευρώπης (Recommendation Rec (2006)2, αριθ. 71) διακρίνεται σαφώς το σωφρονιστικό από το αστυνομικό έργο και οι φυλακές πρέπει να είναι υπηρεσίες χωριστές από την αστυνομία, ενώ για το προσωπικό πρέπει να υφίσταται σαφής διάκριση καθηκόντων και εκπαίδευσης (Recommendation CM/Rec (2012)5).
Επιπλέον, η προετοιμασία της επανένταξης των κρατουμένων δεν πρέπει να γίνεται από την αστυνομία (Κανόνες «Μαντέλα» ΟΗΕ, αριθ. 87).
Σταθερή, εξάλλου, πρακτική των κρατών μελών της ΕΕ είναι η υπαγωγή των φυλακών στο Υπουργείο Δικαιοσύνης.
Με τα παραπάνω θίγονται η προστασία των ανθρώπινων δικαιωμάτων (άρθρο 3 της ΕΣΔΑ και άρθρο 4 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων) και το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης (λόγω αρνήσεων εφαρμογής του για έκδοση σε χώρες που δεν τηρούν τους Σωφρονιστικούς Κανόνες).
Ερωτάται η Επιτροπή:
Πώς αντιμετωπίζει την παραπάνω μεταβολή υπό το πρίσμα της εναρμόνισής της με το δίκαιο της ΕΕ;
1. Ποια μέτρα προτίθεται να λάβει, δεδομένου ότι με την απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης διακυβεύονται τα ανθρώπινα δικαιώματα των κρατουμένων;
2. Προτίθεται να παρέμβει, διασφαλίζοντας την απρόσκοπτη εκτέλεση των ευρωπαϊκών ενταλμάτων σύλληψης;
Απάντηση του κ. Reynders εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής
Η κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ των εθνικών υπουργείων δεν ρυθμίζεται από το δίκαιο της ΕΕ.
Η διαχείριση των φυλακών αποτελεί επίσης αρμοδιότητα των επιμέρους κρατών μελών, τα οποία συμφώνησαν να τηρούν τα σχετικά πρότυπα του Συμβουλίου της Ευρώπης σε αυτόν τον τομέα, όπως οι ευρωπαϊκοί σωφρονιστικοί κανόνες του 2006[1].
Σύμφωνα με το άρθρο 51, ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων απευθύνεται και εφαρμόζεται στα κράτη μέλη μόνον όταν αυτά εφαρμόζουν το δίκαιο της ΕΕ. Εκτός του πεδίου εφαρμογής του δικαίου της ΕΕ, εναπόκειται στα κράτη μέλη, συμπεριλαμβανομένων των δικαστικών αρχών τους, να διασφαλίζουν τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων στην πράξη, σύμφωνα με την εθνική τους νομοθεσία και τις διεθνείς υποχρεώσεις που υπέχουν στον τομέα των ανθρώπινων δικαιωμάτων.
Όσον αφορά τη σχέση μεταξύ της λειτουργίας του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης και των συνθηκών κράτησης, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει παράσχει περαιτέρω καθοδήγηση στις αποφάσεις στις υποθέσεις Aranyosi και Căldăraru, ML και Dorobantu[2].
[1] Σύσταση Rec (2006) 2 σχετικά με τους Ευρωπαϊκούς Σωφρονιστικούς Κανόνες.
[2] Βλ. αποφάσεις: 5 Απριλίου 2016, Aranyosi και Căldăraru, συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-404/15 και C-659/15 PPU, ECLI:EU:C:2016:198· 25 Ιουλίου 2018, ML C-220/18 PPU, ECLI:EU:C:2018:589, και της 15 Οκτωβρίου 2019, Dumitru-Tudor Dorobantu, υπόθεση C-128/18, ECLI:EU:C:2019:857.